Η οικογένεια του Χατζη-Γιάγκου Φωστηρόπουλου στους Αγίους Τόπους. Στο κέντρο ο ιερέας του Παναγίου Τάφου. Οι ηλικιωµένοι φορούν ποντιακή ενδυµασία, ενώ τα παιδιά είναι ντυµένα ευρωπαϊκά. Ο μικρός είναι ο Γιάγκος Φωστηρόπουλος, για χρόνια πρόεδρος της Παμποντιακής Αθηνών
Με την φωτογραφία της οικογένειας του Χατζη - Γιάγκου Φωστηρόπουλου στους Αγίους Τόπους μας ευχήθηκε καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα η Μέριμνα Ποντίων Κυριών την οποία ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε.
Με την ευκαιρία της της λήψης αυτής της όμορφης πασχαλινής κάρτας και της σπάνιας φωτογραφίας δημοσιεύουμε την εξαιρετική βιογραφική αναφορά του Παναγιώτη Μωυσιάδη από το Ανατολικό Πτολεμαίδας στην μεγάλη οικιογένεια των Φωστηρόπουλων στον Πόντο.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΦΩΣΤΗΡΟΠΟΥΛΩΝ
του Παναγιώτη Μωυσιάδη
Το επώνυμο Φωστήρ’- φωστέρτ’ς- Φωστηρόπουλος προέρχεται από το ουσιαστικό «ο φωστήρας» που σημαίνει αυτός που με τις γνώσεις του διαφωτίζει αυτούς που τον ακούν. Η οικογένεια των Φωστηροπουλαίων κατάγεται από την πανέμορφη και ειδυλλιακή κωμόπολη του Πόντου, την χιλιοτραγουδισμένη Ίμερα. Ήταν μία ελληνική κοιτίδα στην περιοχή της Αργυρούπολης, όμορη με την Κρώμνη και βρίσκονταν 80 χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας. Ήταν χτισμένη σε υψόμετρο 1500 μέτρα πάνω σε μια πανοραμική τοποθεσία με πολύ καλό κλίμα. Περιλάμβανε οκτώ ενορίες (μαχαλάδες) και έδινε την εντύπωση ορεινής κωμόπολης πράγμα που επιβεβαιώνει και ο λαϊκός στίχος:
Η Ίμερα, η Ίμερα, σεέρ και πολιτεία.
Εκεί, σε μία από τις ενορίες, το Λειβάδ’, είχε το σπίτι του ένας από τους γενάρχες της μεγάλης επιχειρηματικής αστικής οικογένειας , ο Χατζή-Γιάγκος ( Ιωάννης) Φωστηρόπουλος. Στην ίδια ενορία, όπου υπήρχε χτισμένη η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη της Ίμερας ζούσαν και οι συγγενείς του Ιάκωβος και Ισαάκ Φωστηρόπουλος, ο πατέρας του Αγαθάγγελου Φωστηρόπουλου, καθηγητού στην Ελλάδα και ιστορικού της Ίμερας. Ο Γιάγκος Φωστηρόπουλος, γεννημένος το 1860, εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα το 1880 αμέσως μετά τη λήξη των ρωσοτουρκικών πολέμων σε μια εποχή, που ο Σουλτάνος κάτω από την πίεση των μεγάλων δυνάμεων αναγκάστηκε να παραχωρήσει σχετικές ελευθερίες στους υπόδουλους Έλληνες. Ο Ιωάννης Φωστηρόπουλος ήταν γιος του Γεωργίου και καταγράφτηκε ως ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Φωστηροπουλαίων. Ο Χατζηγιάγκος ταξίδεψε στους αγίους τόπους, κάτι που μόνο εύπορες οικογένειες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν.
Πριν το προσκύνημα στους αγίους τόπους ήταν παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: την Ευθυμία, την Ελένη και τον Γιώργο. Ασχολήθηκε στην αρχή με το εμπόριο στην Τραπεζούντα εγκαταστάθηκε γύρω στο 1880. Εκεί μαζί με τα πέντε παιδιά του ίδρυσε την Τράπεζα, την εποχή της τελευταίας μεγάλης άνθισης της Εύξεινο-ποντιακής μεγαλούπολης και στη συνέχεια άνοιξε εμπορικό δανειστικό και εμπορικό γραφείο τα οποία εξελίχθηκαν σε τράπεζα του Φωστηρόπουλου. (σ.σ. την τράπεζα επισκεφτήκαμε το Ιούλιο του 1987, διασώζεται μέχρι σήμερα και στεγάζει το ταχυδρομείο της Τραπεζούντας).
Η τράπεζα Φωστηρόπουλου
Στον τραπεζικό τομέα στις αρχές του 20ου αιώνα στην Τραπεζούντα, εκτός από μία οθωμανική τράπεζα, υπήρχαν τέσσερις ελληνικές, του Kαπαγιαννίδη (η βίλα του οποίου σήμερα στεγάζει το μουσείο του Kεμάλ Aτατούρκ), του Θεοφύλακτου, του Φωστηρόπουλου και παράρτημα της Τράπεζας Αθηνών. Ο πατέρας Φωστηρόπουλος έβαλε στη σφραγίδα της τράπεζας του τα πιο αγαπημένα του σύμβολα την ποντιακή κυψέλη ( Μελισσοδόν) με πέντε μέλισσες που συμβόλιζαν τα πέντε του παιδιά. Ο Χαντηγιάγκος ήταν ένας πανέμορφος
και εντυπωσιακά ντυμένος νέος με επιβλητικό παρουσιαστικό. Τον γνώριζαν όλοι οι Έλληνες της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης. Στην τράπεζά του κατέφθανε όλο το μεταναστευτικό συνάλλαγμα των Ελλήνων μεταναστών της Ρωσίας. Ως καλός χρηματομεσίτης κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων που πολλές φορές εν λευκώ του επέδιδαν τα χρήματα για να τα παραδώσει στους οικείους τους.
Η πρώτη του γυναίκα πέθανε πολύ νωρίς, Και έτσι αναγκάστηκε να ξαναπαντρευτεί. Οι φίλοι του άρχισαν να τον προξενεύουν σε πολλές υποψήφιες από το χωριό του λόγω της οικονομικής του κατάστασης. Μια μέρα μάλιστα όντας χήρος είχε επισκεφθεί συγγενείς του στο Χωριό Λερία και εκεί αντίκρισε μια όμορφη κοπέλα, την Σωτήρα Λαβασά . Ο Γιάγκος εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της κίνησε γη και ουρανό να την κάνει γυναίκα του. Όταν όμως έμαθε ότι ενδιαφέρεται γι αυτήν ο γιός του μεγάλου κτηματία του Κρασνοντάρ Ευθύμιου Παυλίδη τότε υποχώρησε και παντρεύτηκε την νέα του γυναίκα Χρυσάνθη (Χρυσάννα) όμορφη επίσης και πολύ νεότερή του. Με την Χρυσάννα απέκτησε τέσσερα αγόρια και μία κόρη: τον Κώστα, που εργάστηκε με τον ετεροθαλή αδελφό του Γιώργο στην τράπεζα της Τραπεζούντας, τον Σωκράτη, που ανέλαβε την τράπεζα στο Βατούμ της Ρωσίας , τον Μιχάλη, και τον Διομήδη.
Μόλις ενηλικιώθηκε ο μεγάλος του γιος, Γεώργιος, παντρεύτηκε την κόρη ενός Χιώτη καραβοκύρη και ίδρυσε την τράπεζα. Αναβάθμισε ουσιαστικά την επιχείρηση του πατέρα του σε τράπεζα Αδελφών Φωστηρόπουλου μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Κώστα, ο οποίος γεννήθηκε στην Ίμερα το 1885 και ήρθε πρόσφυγας στα Μελίσσια της Αττικής. Ο Γιώργος, γιος του από την πρώτη του γυναίκα, όπως προαναφέραμε, ήταν αυτός που ανέλαβε ουσιαστικά την πρώτη ελληνική τράπεζα στην Τραπεζούντα. Τα εμβάσματα των ελλήνων μεταναστών από τις πόλεις της τσαρικής Ρωσίας τα έστελνε με ταχυδρομικούς αντιπροσώπους. Βέβαια πάντα με κάποια καθυστέρηση όπως θα έκανε και κάθε τραπεζίτης.
Κυβερνήτης της Τραπεζούντας
Με την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, τον Σεπτέμβριο του 1916,ο Γεώργιος διορίστηκε κυβερνήτης της Τραπεζούντας συνεργαζόμενος με ρώσους διοικητές και συνέβαλε στην εθνική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων της περιοχής.
Ως κυβερνήτης της Τραπεζούντας τα καλοκαίρια ο Γιώργος έπαιρνε την οικογένειά του και παραθέριζε στο διώροφο αρχοντικό, που έχτισε στην αγαπημένη του Ίμερα. Συνήθως έπαιρνε μαζί του και επώνυμους φίλους από την Τραπεζούντα και αφού καλούσε συγγενείς και συγχωριανούς έστηνε αρχοντικά γλέντια. Οι Ιμερίτες φημίζονταν για τα γλέντια και τα τραγούδια τους. Από εκεί ήταν ο φημισμένος λυράρης Σαββέλης, ο οποίος τραγούδησε χαρακτηριστικά αυτή τους την έφεση: Εμείς είμες Ιμερίτ’, π’ εφτάμε πάντα κέφια, που τρώομε και πίνομε και ζούμ’ άμον αδέλφια…!
Ο μικρότερος γιος του, Διομήδης, εξελίχθηκε ως ο πιο τζέντλεμαν και μποέμ της οικογένειας. Κοινωνικότατος και γόης τα έμπλεξε με την κόρη του πασίγνωστου τσιφλικά του Κρασνοντάρ Ευθύμη Παυλίδη, που είχε τα τσιφλίκια του στην περιοχή Τσερνομόσκι του Κουμπάν. Ο Ευθύμης Παυλίδης κατάγονταν από την ενορία Κυριακάντων του Λερί και μετανάστευσε στη νότια Ρωσία το 1914.Εκεί κατόρθωσε μέσα σε λίγο διάστημα να κερδίσει την εκτίμηση των τσαρικών υπηρεσιών και να πάρει υπό την διαχείρισή του 500 στρέμματα δασώδους έκτασης, την οποίαν, αφού εκχέρσωσε, την μετέτρεψε σε εύφορη και καλλιεργήσιμη γη (πλαντάτσια).
Ο Διομήδης στο χωριό Τσερνομόσκι ανέλαβε τις επιχειρήσεις του πεθερού του, που το 1919 είχε στην δούλεψή του 100 εργάτες, που διέμεναν σε ξύλινα σπίτια, τα οποία χτίστηκαν με ξυλεία από τα ξεχερσωμένα κτήματά του. Από τους πρώτους προμηθεύτηκε με αγροτικά μηχανήματα, τρακτέρ, πατόζα και εξελίχθηκε σε μεγάλο γαιοκτήμονα. Για την καπνοκαλλιέργεια είχε τεράστιες λιάστρες (στανόκια) που ξεραίνονταν τόνοι καπνού που διοχετεύονταν στη συνέχεια με καράβια στην αμερικανική αγορά.
Στην Τσερνομόρια του Κουμπάν 1919. Οι οικονομικές δραστηριότητες του πεθερού του πήγαιναν καλά και ο Διομήδης ως πλέιμπόι κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο της εποχής. Οι τραπεζίτες Φωστηρόπουλοι έζησαν από κοντά όλα τα γεγονότα, που έλαβαν μέρος στην Τραπεζούντα από το 1914 μέχρι και το 1920, που ο Κεμάλ επίταξε και δήμευσε την τράπεζά τους. Είχαν στενή σχέση και συνεργασία με τον μητροπολίτη Χρύσανθο, με τον οποίο συζητούσαν τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Είναι άγνωστο σε πιο βαθμό επηρέασαν τον διορατικό μητροπολίτη, ώστε να κρατήσει μία διπλωματική σχέση απέναντι στους Τούρκους. Στην Τραπεζούντα, μόλις άρχισε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, τις τύχες της πόλης διαχειρίστηκε ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο οποίος κράτησε μία στάση συνεργασίας με τον Τούρκο κυβερνήτη της πόλης κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του. Έτσι αποφεύχθηκε ένας καθολικός διωγμός των Ελλήνων αντίστοιχος με αυτόν των Αρμενίων. Το 1916 ο Χρύσανθος παρέδωσε την Τραπεζούντα στους Ρώσους κατά την ιστορική φωτογράφιση, που έγινε μπροστά από το διοικητήριο Τραπεζούντας. Μεταξύ των επισήμων φωτογραφίζεται και ο μικρότερος γιος από την οικογένεια του Φωστηρόπουλου, ο Διομήδης.
Το 1918 οι Ρώσοι αποχωρούν από την Τραπεζούντα και πολλοί Έλληνες φοβούμενοι αντίποινα των Τούρκων αποχωρούν μαζί τους. Μεταξύ αυτών είναι και η οικογένεια του Φωστηρόπουλου, αντίθετα με τον συνεργάτη τους Νίκο Καπετανίδη, που δεν τους ακολούθησε με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να απαγχονιστεί στην Αμάσεια. Η προοπτική για την ίδρυση ενός ελληνοαρμενικού κράτους στη διάσκεψη των Βερσαλλιών δεν στηρίχθηκε από τους συμμάχους, γεγονός που διερμηνεύτηκε από τους Φωστηροπουλαίους ως το τέλος της ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τούρκους . Ήδη είχε εν τω μεταξύ αρχίσει και ο πόλεμος στο μικρασιατικό μέτωπο. Οι διορατικοί Φωστηροπουλαίοι έκλεισαν την τράπεζά τους στην Τραπεζούντα και άνοιξαν δύο υποκαταστήματα ένα στο Βατούμ και ένα στην ελεγχόμενη από τους Εγγλέζους Κωνσταντινούπολη. Με τις μεγάλες μεταναστεύσεις των Ελλήνων του Πόντου προς την τσαρική Ρωσία και ιδιαίτερα μετά το 1914 άνοιξε, όπως προαναφέραμε το πρώτο υποκατάστημα της τράπεζας στην Ρωσική πόλη Βατούμ (Βαθύς λιμένας), όπου την περίοδο αυτή εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο λιμάνι της τσαρικής Ρωσίας. Την τράπεζα αυτή ανέλαβε ο τρίτος αδελφός, ο Σωκράτης Φωστηρόπουλος, ο οποίος παντρεύτηκε την Ελισάβετ το γένος Τάντου. Δυστυχώς το 1922 οι κεμαλιστές δήμευσαν όλες τις περιουσίες των Ελλήνων και μαζί και την τράπεζα των Φωστηροπουλαίων.
Η οικογένεια τους αυτή την περίοδο διασκορπισμένη στην Ίμερα, στο Βατούμ, στο Κρασνοντάρ, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ιδρύσει το δεύτερο υποκατάστημα ο Κώστας Φωστηρόπουλος, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, τον ξεριζωμό το 1922, την δήμευση της Τράπεζάς τους από τους Τούρκους, τα παιδιά της τραπεζικής οικογένειας εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο. Απόφοιτοι όμως όλοι του περίφημου Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, γλωσσομαθείς, επιβλήθηκαν γρήγορα και στην ελληνική αγορά. Ο πατέρας τους Ιωάννης Φωστηρόπουλος (Χατζή-Γιάγκος) το 1925, σε ηλικία 65 χρόνων με τη γυναίκα του τη Χρυσάννα ακολούθησαν τον μικρό τους γιο Διομήδη και εγκαταστάθηκαν στο Ανατολικό της Πτολεμαΐδας.
Στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας
Στο Ανατολικό αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή είχαν ήδη εγκατασταθεί από τον Σεπτέμβριο του 1922 120 οικογένειες από τα Κουβούκλια της Προύσας. Τον Σεπτέμβριο του 1923 70 οικογένειες από το Kόλντερε της Σμύρνης, το 1924 εγκαταστάθηκαν 50 οικογένειες από τα Λερία και 30 οικογένειες από το Καρμούτ της Αργυρούπολης του Πόντου. Το 1925 ήρθαν και οι αστικές οικογένειες, Φωστηρόπουλου, Παυλίδη, Ελευθεριάδη, Kοκκινίδη και Παπαηλία από την περιοχή του Κουμπάν της Ρωσίας. Η επιλογή του πατέρα Φωστηρόπουλου να εγκατασταθεί στο Ανατολικό Εορδαίας οφείλεται στο εθιμικό οικογενειακό δίκαιο που επικρατούσε στις πατριαρχικές ποντιακές οικογένειες να γεροκομεί τους γονείς ο μικρότερος γιος. Έτσι η οικογένεια Φωστηρόπουλου διασκορπίστηκε και πάλι σε διάφορα περιοχές της Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας την ρύση του ιμερίτικου τραγουδιού:
Οι Ιμερίτ’, εφτά νομάτ’ κ’ εννέα παρχανάδας, ερρούξανε ‘ς σα στόματα ‘ ς σ’ εννέα μαχαλάδας. Το πρώτο μέλημα του Φωστηρόπουλου ήταν να αγοράσει ένα σπίτι στο πιο κεντρικό σημείο της πλατείας του χωριού προκειμένου να εγκατασταθεί με το γιο του Διομήδη, την νύφη του Άννα και τα εγγόνια του Σοφία (Σόνια) και Κατίνα.
Αμέσως έβαλε το επιχειρηματικό του πνεύμα να δουλέψει και αποφάσισε να ασχοληθεί με την ίδρυση αλευροβιομηχανίας, που εκείνη την εποχή ήταν από τις πιο κερδοφόρες επενδύσεις. Στην κατασκευή της αλευροβιομηχανίας είχε ιδιαίτερες γνώσεις γιατί ταξίδευε στην Γερμανία και είχε σχέσεις με την γερμανική εταιρία DEYTZ. Διασώζεται μάλιστα και το σημειωματάριο της εταιρίας, που διατηρούσε στο προσωπικό του αρχείο o γιος του Σωκράτης.
Αφού κατασκεύασε το κτήριο του πρώτου μηχανικού αλευρόμυλου στην Εορδαία, παρήγγειλε τα μηχανήματα από την Γερμανία και έστησε με έναν μηχανικό της εταιρίας τον αλευρόμυλο το 1927. Στο Ανατολικό ήδη λειτουργούσαν δύο νερόμυλοι, ο ένας πάνω στα αμπέλια (τουρκικός) και ο άλλος στον δημόσιο δρόμο Ανατολικού Πτολεμαΐδας (στη θέση μύλος της ιδιοκτησίας Βλαχάδη.) Με τη λειτουργία του κυλινδρόμυλου σταμάτησαν οι δύο νερόμυλοι και η περιοχή Εορδαίας άρχιζε να εκβιομηχανίζεται με τον πρώτο κυλινδρόμυλο σύγχρονης τεχνολογίας του Ιωάννη Φωστηρόπουλου. Οι εργασίες του μύλου πήγαιναν καλά, γιατί εκτός των γύρω χωριών άλεθαν και οι κάτοικοι της Πτολεμαΐδας. Η μηχανή του μύλου ήταν εσωτερικής καύσης, με έναν κύλινδρο. Ήταν υδρόψυκτη συνδεδεμένη με μία δεξαμενή νερού, που βρίσκονταν έξω από το μύλο. Η εξάτμιση περνούσε από ένα δοχείο μεταλλικό και κατέλυε σε ένα κωνικό σωλήνα. Έπαιρνε μπροστά με αέριο, το οποίο πίεζε τον κύλινδρο μέχρι να κάνει την εκκίνηση. Στο μεγάλο μεταλλικό βολάν της μηχανής με διάμετρο 120cm υπήρχε ένα τύμπανο, που γύριζε τον κεντρικό ιμάντα του κυλινδρόμυλου. Ο θόρυβος της μονοκύλινδρης μηχανής ήταν χαρακτηριστικός γιατί έκανε το περιοδικό πουφφφφ…..πουφφφ…. ενοχλώντας τους περίοικους.
Ο Γιάγκος άοκνος και εργασιομανής γνώριζε πολύ καλά την μελισσοκομική, γιατί την ασκούσε στην Ίμερα. Για το σκοπό αυτό αγόρασε 100 κυψέλες και άρχισε να εκτρέφει τα μελίσσια. Τα μελίσσια του ήταν η μεγάλη του αγάπη. Γνώριζε όλες τα μυστικά της μελισσοτροφίας. Μια φορά οι μέλισσές του τσίμπησαν στο χέρι τον μικρό Γιώργο, γειτονόπουλο, αμέσως ο Γιάγκος πήρε ένα σεντόνι το άλειψε με φρέσκο γιαούρτι και τύλιξε το χέρι του παιδιού που ανακουφίστηκε αμέσως. Η δεύτερή του αγάπη τα οπωροφόρα δέντρα (Οπώρας). Αγόρασε όλη την νοτιοδυτική πλευρά του Ανατολικού και φύτεψε καρποφόρα δέντρα. Παράλληλα έχτισε στάβλους εκτρέφοντας 15 γαλακτοφόρες γελάδες και προσέλαβε τσοπάνο. Με όλες αυτές τις δραστηριότητες αποδείχθηκε το φιλεργατικό και φιλοπρόοδο της οικογένειας Φωστηρόπουλου. Τον μύλο διαχειριζόταν ένας μηχανικός από την Πτολεμαΐδα, ενώ αργότερα όταν έμαθε τη δουλειά ο Ανανίας Παυλίδης, ανέλαβε αυτός. Ο Διομήδης όμως ούτε να σκεφθεί να ασχοληθεί με τον μύλο του πατέρα του. Μποέμ τύπος, όπως είπαμε, εύχαρις και καλαμπουρτζής έπαιρνε την αγαπημένη του γυναίκα την Άννα και ταξίδευε μια Αθήνα και μια Θεσσαλονίκη. Η κυρά Άννα Φωστηροπούλου γέμιζε τις καρδάρες με γάλα, έκανε βούτυρο με το ξυλάγκ’ και φρόντιζε τα πεθερικά και τις δύο κόρες της, που ήταν πανέμορφες και πρώτες μαθήτριες.
Ο Διομήδης επιχείρησε να ασχοληθεί με ναυπηγικές εργασίες. Για το σκοπό αυτό συνεργάστηκε με έναν ελληνοαμερικάνο μετανάστη από τη Σπηλιά. Αφού έφερε ναυπηγούς από τη Θεσσαλονίκη έστησε ένα πρόχειρο ναυπηγείο μπροστά στο σπίτι του. Το πρώτο καράβι μήκους έξι μέτρων που κατασκεύασε, θα το ναυπηγούσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η κατασκευή όμως απέτυχε, γιατί το καράβι έγερνε και έτσι ο Διομήδης έχασε τα λεφτά του. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, που τον μάγευε από μικρό. Μια φορά μάλιστα στην Τραπεζούντα με έναν φίλο του παρακολουθούσαν ένα έργο που αναφέρονταν στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Μόλις ήρθε η σκηνή με τα άλογα, που έτρεχαν προς τους θεατές, κάνοντας πλάκα στον αθώο φίλο του που κατέβηκε για πρώτη φορά στην Τραπεζούντα και έβλεπε κινηματογράφο, τον τράβηξε από το χέρι λέγοντάς του: «Έλα, Γιωρίκα, έλα ας φεύουμε αγλήγορα, αούτα τα τσαναβάρια θα τσογναεύνε‘μας». Στη συνέχεια άνοιξε κινηματογράφο στη Θεσσαλονίκη με την ονομασία Σινέ Πανόραμα, και μαζί με την κυρά-Άννα γύριζε τα χωριά και τις πόλεις. Πολύ σύντομα όμως παράτησε και αυτή τη δουλειά και ασχολήθηκε με εργολαβίες έργων της νομαρχίας. Ήταν ο μόνος γιος με αριστερές πεποιθήσεις και συχνά εκνεύριζε τον πατέρα του γιατί ξεσήκωνε τους εργαζόμενους να απαιτήσουν καλύτερες συνθήκες δουλειάς και ψηλότερο μεροκάματο. Ο Διομήδης με τον ανοιχτό χαρακτήρα του και τα καλαμπούρια του πείραζε και διασκέδαζε με όλους τους Ανατολικιώτες. Οι ιστορίες του είναι γεμάτες σάτιρα και αυτοσαρκασμό.
Η χαρά και η ευτυχία της οικογένειας έσβησε καθώς η αρρώστια της εποχής η Φθίση (φυματίωση) έπληξε στα 1935 την πανέμορφη κόρη του Διομήδη, την Κατερίνα (Κάτια) σε ηλικία μόλις 17 χρονών. Μεγάλος πόνος και σπαραγμός έπεσε στο χωριό. Πόσοι γιατροί δεν πέρασαν από το σπίτι του Φωστηρόπουλου, για να σωθεί η αγαπημένη του κόρη. Τα ιατρικά μέσα της εποχής ήταν ανεπαρκή και η αρρώστια θέριζε μικρούς και μεγάλους. Η Κυρά-Άννα ξημέρωνε μέρες ολόκληρες στο κρεβάτι της κόρης της. Όταν τελικά πέθανε η Κατερίνα, η μάνα φώναζε τη φίλη της, Περσεφόνη Κουμουλίδου, ήταν και αυτή πονεμένη, γιατί είχε χάσει ένα αδελφάκι από την ίδια αρρώστια, να της τραγουδάει το τραγούδι για την καταραμένη Φθίση. Η Περσεφόνη με τη γλυκιά της φωνή τραγουδούσε το τραγούδι για τον χαμό της Κατερινούλας και όλη η γειτονιά την άκουγε και έκλαιγε. Το σπαρακτικό αυτό τραγούδι το αποτύπωσε στη μνήμη του ο Γιώργος Μηνάκος, μικρός τότε γείτονας του Φωστηρόπουλου και μου το αφηγήθηκε όπως το θυμόταν:
Μέρα και νύχτα οι γιατροί, μάνα μου, δεν μ’ αφήνουν,
όλο με βασανίζουνε κι ελπίδες δεν μου δίνουν.
Μάνα μου, διώξε τους γιατρούς κι άσε με να πεθάνω,
αφού είν’ ο κόσμος ψεύτικος, τι θέλεις να σου κάνω.
Μόνο να πεις στους φίλους μου, όσοι με αγαπούνε,
να ‘ρχονται, μάνα μου γλυκιά, να σε παρηγορούνε.
Δεν θέλω πια να βρίσκεσαι, με μάτια βουρκωμένα,
αυτά είναι, μανούλα μου, της τύχης τα γραμμένα…
Μετά το θάνατο της εγγονής του, ο Γιάγκος Φωστηρόπουλος το 1936 πεθαίνει και αυτός σε βαθειά γεράματα 95 χρονών. Όλο το Ανατολικό συνόδεψε με τον παπα-Γιάννη στην τελευταία του κατοικία τον μεγάλο τραπεζίτη, επιχειρηματία, που κατάγονταν από την Ίμερα του Πόντου. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν φίλοι του Ιμεραίοι από όλα τα χωριά της Μακεδονίας. Ο Γιάγκος τη Φωστέρ’ έφυγε αφήνοντας πίσω πέντε αγόρια και τρία κορίτσια, που, όπως θα δούμε, θα δραστηριοποιηθούν όλα στον επιχειρηματικό και εμπορικό τομέα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Διομήδης διαβλέποντας και τον ερχομό του Β’ παγκόσμιου πολέμου θα πουλήσει τον αλευρόμυλο στον γαμπρό της γυναίκας του, τον Λυπιρίδη Ιωάννη και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα κοντά στα αδέλφια του. Ο Λυπιρίδης Γιάννης κατάγονταν από το Παρτίν της Κρώμνης. Για την αγορά του αλευρόμυλου, που εκείνη την εποχή, το 1937, στοίχισε 200.000 δραχμές.
Ο άλλος του γιος Κώστας έξυπνος και μορφωμένος συνεργάστηκε με τον ετεροθαλή αδελφό του Γιώργο και διεύθυναν την τράπεζα Φωστηρόπουλου στην Τραπεζούντα. Γνώριζε θαυμάσια Γαλλικά, Ρωσικά και Τουρκικά. Χρηματοδότησε και ενίσχυσε την δημιουργία του ανεξάρτητου Πόντου. Υπήρξε φίλος και συνεργάτης με τον αγωνιστή δημοσιογράφο Νίκο Καπετανίδη. Το 1919 γι’ αυτό κατηγορήθηκε από τους Κεμαλικούς, ότι συμμετείχε στην ίδρυση του ανεξάρτητου ποντιακού κράτους και καταζητήθηκε από τους Τούρκους. Προκειμένου να διασωθεί κρύφτηκε έγκαιρα και καταδικάστηκε ερήμην. Διασώθηκε με τη μεσολάβηση των μουσουλμάνων συνεργατών της τράπεζάς του. Αυτός όμως φοβούμενος εξακολουθούσε να κρύβεται σε άγνωστο μέρος. Το 1920 ήρθε κρυφά στην Ίμερα για να δει τον γαμπρό του Δημήτρη Σιαμανίδη που ήταν παντρεμένος με την μεγάλη του αδελφή Ευθυμία.
Έφυγε κρυφά στην Πόλη και από εκεί ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με την γυναίκα του Σοφία. Βλέποντας την μεγάλη ανάπτυξη της αυτοκίνησης, πήρε την αντιπροσωπία της Μερσεντές, ενώ ο γιος του Μιχάλης που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και σπούδασε στο Φροντιστήριο, το 1924 ήρθε πρόσφυγας στην Θεσσαλονίκη άνοιξε την εταιρία αμαξωμάτων (Biamax) το 1930, που στην άνθησή της απασχολούσε 2.500 εργαζόμενους. Πέθανε το 1978.
Η βιομηχανία αμαξωμάτων ήταν η πρώτη μονάδα κατασκευής αμαξωμάτων, εκτός Γερμανίας, που δημιούργησε η Mercedes στην Ευρώπη. Πελώριο έργο για τη δεκαετία του ΄50, παρέμεινε μέχρι το ΄80 ένα πνεύμονας δημιουργίας και τεχνογνωσίας. Η σταθερή αποβιομηχάνιση της χώρας όμως καθώς και οι διεθνείς συγκυρίες, οδήγησαν και αυτήν την προσπάθεια σε αργό θάνατο. Από το ’82, τότε που ιδρύθηκε η θυγατρική της «μαμάς» εταιρίας, η Mercedes Benz Ελλάς Α.Ε. μέχρι το ’86, η ΒΙΑΜΑΞ σταδιακά πέρασε τις δραστηριότητές της στο νέο σχήμα. Ο Κώστας Φωστηρόπουλος μαζί με τους γιούς του Μιχάλη, Αλέξανδρο και Γιάννη, ελέγχουν σήμερα τις εταιρίες ALLtanker και Fairsky, οι οποίες τάραξαν τα νερά της ναυπηγικής βιομηχανίας υπογράφοντας, σύμφωνα με τα κορεατικά ναυπηγεία συμφωνία αξίας 840 εκ. δολαρίων. Ο Σωκράτης και ο Γιάννης Φωστηρόπουλος εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, καθώς και ο Χαρίλαος, και ασχολήθηκαν με το εμπόριο αυτοκινήτων. Ο Γιάννης σπούδασε στο Φροντιστήριο και αργότερα στη ανωτάτη εμπορική σχολή της Μασσαλίας. Το 1918 έφυγε στη Ρωσία και επέστρεψε το 1923 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με το εμπόριο αυτοκινήτων διετέλεσε πρόεδρος της «Παμποντιακής Ένωσης Αθηνών», εκχωρώντας ως δωρεά ένα μεγάλο μέρος από τα οικογενειακά κειμήλια στην «Επιτροπή Ποντιακών Μελετών».
Παράλληλα πολλά μέλη της οικογένειας διέπρεψαν στα γράμματα και στις επιστήμες όπως : Ο Δημ. Λαζαρίδης, καθηγητής Xειρουργικής, ακαδημαϊκός στο A.Π.Θ., ο Γεώργιος Λαζαρίδης, οδοντίατρος βουλευτής, ο Mιχάλης Παπαδόπουλος, Πρύτανης στο A.Π.Θ, ο Ιωάννης Φωστηρόπουλος, έμπορος αυτοκινήτων, πρόεδρος «Παμποντιακής Αθηνών», ο Xαρίλαος Φωστηρόπουλος, έμπορος Αθηνών και πολλοί επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων.
Οι Φωστηροπουλαίοι της Ίμερας του Πόντου είναι σήμερα εγκατεστημένοι σε πολλά μέρη της Ελλάδος και διαπρέπουν σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς. Ο ποντιακός οργανωμένος χώρος θα πρέπει να τους τιμήσει για την εθνική και πατριωτική τους προσφορά…!
Comments